θεραπεύεται

θεραπεύεται
θεραπεύω
to be an attendant
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… …   Dictionary of Greek

  • ευδιόρθωτος — εὐδιόρθωτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που διορθώνεται ή θεραπεύεται εύκολα («εὐδιόρθωτον... συμφοράν», Διον. Αλ.) 2. αυτός που επισκευάζεται εύκολα αρχ. (για νόσο) εκείνος που εύκολα θεραπεύεται («εὐδιόρθωτοι νοῡσοι», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • κολπίτιδα — Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — θεράπευσα, θεραπεύτηκα, θεραπευμένος 1. γιατρεύω: Πάσχει από αρρώστια που δε θεραπεύεται. 2. διορθώνω: Η κατάσταση που δημιουργήθηκε δε θεραπεύεται με τίποτε. 3. καλλιεργώ κάτι, ασχολούμαι με κάτι: Θεραπεύω την επιστήμη. 4. ικανοποιώ: Θεραπεύω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • остати — ОСТА|ТИ (285), НОУ, НЕТЬ гл. 1.Остаться гдел.: ихъже повелѣ келарю прѣдъложити на ˫адь. оставъшии тѹ братии. ЖФП XII, 51г; а самъ оста тъкъмо съ отрокы своими. СкБГ XII, 10г; Аще прилѹчитьсѧ въ ѥдинои епархии въ неиже множаиши еп(с)пи сѹть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… …   Dictionary of Greek

  • έμμοτος — ἔμμοτος, ον (AM) αυτός που γίνεται με μοτό*, ξαντό μαλλί αρχ. 1. (για πληγή) αυτός που θεραπεύεται με μοτό 2. το αρσ. ως ουσ. ό ἔμμοτος αλοιφή ή έμπλαστρο …   Dictionary of Greek

  • αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… …   Dictionary of Greek

  • ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”